Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτινάζω  
ρήμα μεταβατικό

scrolla`rsi di do`sso; scuo`tere ((anche in senso figurato)) αποτινάζω τον ξένο ζυγό==scrollare il giogo straniero

αποτινάσσω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αποτινάζω]

αποτινάσσομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αποτινάζομαι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποτιναγμένος αποτίναξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---