Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποτολμάω
ρήμα μεταβατικό variante di [αποτολμώ] αποτολμώ ρήμα μεταβατικό arrischia`re; azzarda`re; osa`re να αποτολμήσω μια ερώτηση;==posso arrischiare una domanda? | να αποτολμήσω μια σύγκριση;==posso arrischiare una risposta? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |