Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτραβάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αποτραβώ]

αποτραβιέμαι
ρήμα παθητικό

ritira`rsi; apparta`rsi αποτραβήχτηκαν σε μια γωνιά να κουτσομποέψουν==si ritirarono in un angolo spettacolare | αποτραβήχτηκε στην εξοχική του κατοικία==si è ritirato nella sua casa di campagna

αποτραβώ  
ρήμα μεταβατικό

1 ritira`re
2 ritra`rre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απότορμος αποτράβηγμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---