Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτρέπω  
ρήμα μεταβατικό

1 εμποδίζω preveni`re; impedi`re; scongiura`re; evita`re αποτρέπω μια συμφορά==prevenire una sciagura | αποτρέπω έναν κίνδυνο==scongiurare un pericolo
2 πείθω sconsiglia`re; dissuade`re; disto`gliere τον απέτρεψαν από την αυτοκτονία==l'hanno dissuaso dal suicidarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποτρεπτικός αποτρέπων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---