Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποτροπιασμός
ουσιαστικό αρσενικό aborrime`nto ~m~; esecrazio`ne ~f~; abominazio`ne ~f~; orro`re ~m~ ο παπάς εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για τη σφαγή χιλιάδων αθώων==il papa ha espresso il suo errore per la strage di migliaia di innocenti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |