Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποτροπή
ουσιαστικό θηλυκό 1 dissuasio`ne ~f~; deterre`nte ~m~ 2 lo scongiura`re; l'impedi`re; prevenzio`ne ~f~ αποτροπή του κακού==lo scongiurare una disgrazia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |