Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτυγχάνω
ρήμα αμετάβατο

lo stesso che [αποτυχαίνω]

αποτυχαίνω  
ρήμα αμετάβατο

falli`re; non riusci`re; anda`re a vuo`to; non ave`re succe`sso το σχέδιο του απέτυχε==il suo progetto è fallito | απέτυχε ως πατέρας==è fallito come padre | έχει αποτύχει στη ζωή του==non ha avuto successo nella vita | απέτυχε στις εξετάσεις==non ha superato gli esami

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποτσίγαρο αποτύπωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---