Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απουσία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 asse`nza ~f~; non prese`nza ~f~ η απουσία του έγινε αισθητή==la sua assenza è stata notata | η απουσία του δεν πέρασε απαρατήρητη==la sua assenza non è passata inosservata | έλαμψε δια της απουσίας του==ha brillato per la sua assenza | κατά τη διάρκεια της απουσίας του…==durante la sua assenza…
2 asse`nza ~f~; manca`nza ~f~; penu`ria ~f~ απουσία χρημάτων==mancanza di soldi
3 scuola asse`nza ~f~ κάνει πολλές απουσίες αυτός ο μαθητής==quell'allievo fa troppe assenze | ο καθηγητής πήρε τις απουσίες==il professore ha fatto l'appello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Απουλιανή απουσιάζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


παίρνω απουσίες = fare appello


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---