Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποφασίζω
ρήμα μεταβατικό 1 deci`dere; decide`rsi; pre`ndere una decisio`ne εγώ αποφασίζω εδώ!==qui sono io a decidere! | εσύ αποφασίζεις==tocca a te decidere | θα αποφασίσεις, ναι ή όχι;==ti decidi, sì o no? 2 diritto sentenzia`re; delibera`re; pronuncia`re un verde`tto το δικαστήριο αποφάσισε τη θανατική του καταδίκη==il tribunale sentenziò la sua condanna a morte | οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να αποφασίσουν==la giuria si è ritirata per deliberare 3 ((popolare)) dare per spaccia`to οι γιατροί τον έχουν αποφασίσει==i medici lo danno per spacciato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |