Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποφασιστικός
επίθετο 1 deci`so; risolu`to; determina`to 2 decisi`vo; risoluti`vo είναι αποφασιστικός άνθρωπος==è una persona decisa | αποφασιστική χρονιά==anno decisivo | γεγονός με αποφασιστική σημασία==fatto d'importanza decisiva | αποφασιστική στιγμή==momento decisivo, cruciale αποφασιστικότατος επίθετο superlativo di [αποφασιστικός] αποφασιστικότερος επίθετο comparativo di [αποφασιστικός] αποφασιστικώτατος επίθετο superlativo di [αποφασιστικός] αποφασιστικώτερος επίθετο comparativo di [αποφασιστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |