Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποφασισμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αποφασίζω] 2 deciso; risoluto; determinato ήταν αποφασισμένος για όλα==era deciso a tutto | είμαι αποφασισμένος να του μιλήσω ξεκάθαρα==sono risoluto a parlargli chiaro 3 ((popolare)) spaccia`to τον είχαν αποφασισμένος==l'avevano dato per spacciato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |