Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποφεύγω  
ρήμα μεταβατικό

evita`re; scansa`re; sfuggi`re όλοι τον αποφεύγουν, γιατί είναι τρομερά ενοχλητικός==tutti lo evitano perché è un terribile scocciatore | φοβάται τα σκυλιά και τα αποφεύγει==ha paura dei cani e li evita | ο γιατρός του συνέστησε να αποφεύγει τα λίπη==il medico gli raccomandò di evitare i grassi | αποφεύγει να με χαιρετήσει==evita di salutarmi | απέφυγε τη σύλληψη==è sfuggito all'arresto | να τις αποφεύγεις αυτές τις παρέες==devi evitare quelle compagnie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποφέρω αποφεύγων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---