Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποφλοίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 decorticazio`ne
2 scortecciame`nto
3 sgusciatu`ra

αποφλοίωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποφλοίωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποφλοιώνω απόφοιτη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---