Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποφοιτώ  
ρήμα αμετάβατο

diplomarsi; laurearsi; portare a termine un corso di studi αποφοίτησε με άριστα==si è diplomato, laureato col massimo dei voti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απόφοιτος αποφορά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---