Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόφραξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 intasame`nto ~m~; occlusio`ne ~f~; ostruzio`ne ~f~ η απόφραξη μιας αρτηρίας==occlusione di un'arteria | η απόφραξη ενός αγωγού==intasamento di una conduttura
2 sturame`nto ~m~ απόφραξη νεροχύτη==sturamento di un lavandino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποφρακτικός αποφράσσομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---