Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποφράζω  
ρήμα μεταβατικό

1 ostrui`re; ottura`re; occlu`dere; intasa`re
2 stura`re

αποφράσσομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αποφράζομαι]

αποφράσσω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αποφράζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποφράδα αποφρακτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---