Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόφοιτη
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [απόφοιτος ^-ου, ο^]

απόφοιτος  
επίθετο

laurea`to; diploma`to; licenzia`to απόφοιτος Νομικής==laureato, dottore in Legge | απόφοιτος τεχνικής σχολής==diplomato all'istituto tecnico+++απόφοιτος των φυλακών==avanzo di galera

απόφοιτος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 πανεπιστήμιο laurea`to ~m~
2 λύκειο diploma`to ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποφλοίωσις αποφοίτηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---