Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποφλοιωμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αποφλοιώνω] 2 sbuccia`to; sguscia`to; pela`to αποφλοιωμένες ντομάτες==pomodori pelati permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |