Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόφαση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 decisio`ne ~f~ παίρνω μια απόφαση==prendere una decisione | οριστική απόφαση==decisione definitiva | αμετάκλητη απόφαση==decisione inappellabile | απόφαση του Κοινοβουλίου==deliberazione del Parlamento
2 decisio`ne ~f~; risolute`zza ~f~; determinazio`ne ~f~ στη ζωή θέλει απόφαση==nella vita ci vuole decisione
3 diritto sente`nza ~f~ δικαστική απόφαση==sentenza+++το παίρνω απόφαση==farsene una ragione; mettersi il cuore in pace

απόφασις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απόφαση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποφαντικός αποφασίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---