Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποφαίνομαι
ρήμα παθητικό 1 espri`mere la pro`pria opinio`ne δεν μπορώ μα αποφανθώ επ' αυτού==non posso esprimermi in merito 2 deci`dere; pronunzia`rsi; delibera`re η κριτική επιτροπή αποφάνθηκε ότι το Χρυσό Λιοντάρι απονέμεται εξ ημισείας στις δύο ιαπωνικές ταινίες==la giuria ha deliberato che il Leone d'oro va ex aequo ai due film giapponesi 3 diritto sentenzia`re; emana`re una sente`nza; pronuncia`rsi ο ιατροδικαστής δεν αποφάνθηκε ακόμη για τα αίτια του θανάτου==il medico legale non si è ancora pronunciato sulle cause del decesso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |