αποτυχία
ουσιαστικό θηλυκό
insucce`sso ~m~; fallime`nto ~m~ η αποτυχία δεν τον αποθάρρυνε==l'insuccesso non l'ha scoraggiato | η ειρηνευτική διάσκεψη υπήρξε σκέτη αποτυχία==la conferenza per la pace fu un completo fallimento | κάθε απόπειρα σωτηρίας του είναι καταδικασμένη σε αποτυχία==ogni tentativo di salvarlo è destinato a fallire | παταγώδης αποτυχία==fiasco
ουσιαστικό θηλυκό
insucce`sso ~m~; fallime`nto ~m~ η αποτυχία δεν τον αποθάρρυνε==l'insuccesso non l'ha scoraggiato | η ειρηνευτική διάσκεψη υπήρξε σκέτη αποτυχία==la conferenza per la pace fu un completo fallimento | κάθε απόπειρα σωτηρίας του είναι καταδικασμένη σε αποτυχία==ogni tentativo di salvarlo è destinato a fallire | παταγώδης αποτυχία==fiasco
permalink
αποτυχία {αποτυχιών...
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android