Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποτυχεμένος
ουσιαστικό αρσενικό variante di [αποτυχημένος] αποτυχεμένος επίθετο variante di [αποτυχημένος] αποτυχημένος επίθετο 1 participio passato del verbo [αποτυγχάνω] 2 falli`to; non riusci`to η μεσολαβητική του προσπάθεια ήταν αποτυχημένη==il suo tentativo di mediazione è fallito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |