Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτύπωση  
ουσιαστικό θηλυκό

l'impri`mere

αποτύπωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποτύπωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποτυπώνω αποτυφλωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---