Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποτυπώνομαι
ρήμα παθητικό infi`ggersi αποτυπώνω ρήμα μεταβατικό impri`mere ((anche in senso figurato)) αποτυπώνω τα λόγια κάποιου==imprimere le parole di qualcuno nella mente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |