Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπότομος
επίθετο 1 improvvi`so; bru`sco απότομη αλλαγή του καιρού==brusco cambiamento del tempo | με μια απότομη κίνηση==con un gesto brusco | απότομο φρενάρισμα==brusca frenata 2 απόκρημνος ri`pido; scosce`so; dirupa`to; erto; a picco απότομη πλαγιά==pendio scosceso 3 ((figurato)) rude; sgarba`to ήταν πολύ απότομος μαζί μου==fu molto sgarbato con me permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |