Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτεφρώνομαι
ρήμα παθητικό

1 inceneri`rsi
2 anda`re in ce`nere

αποτεφρώνω  
ρήμα μεταβατικό

inceneri`re; ridu`rre in ce`nere η πυρκαγιά αποτέφρωσε χιλιάδες δέντρα==l'incendio ha incenerito migliaia di alberi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποτεφρωμένος αποτέφρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---