Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσυνθέτομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αποσυντίθεμαι]

αποσυνθέτω  
ρήμα μεταβατικό

1 scompo`rre
2 chimica decompo`rre
3 ((figurato)) disintegra`re; disorganizza`re

αποσυντίθεμαι
ρήμα παθητικό

chimica decompo`rsi; putrefa`rsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσυνθετικός αποσυντεθειμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---