Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποσύνθεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 scomposizio`ne ~f~; scomponime`nto ~m~ 2 chimica decomposizio`ne ~f~; disfacime`nto ~m~; putrefazio`ne ~f~ σε προχωρημένη αποσύνθεση==in avanzato stato di decomposizione 3 ((figurato)) disintegrazio`ne ~f~; sface`lo ~m~; disfacime`nto ~m~; disorganizzazio`ne ~f~ η αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού==la disgregazione del tessuto sociale | το στράτευμα βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση==l'esercito si trova in uno stato di completo disfacimento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |