Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσυνδέομαι
ρήμα παθητικό

1 dissocia`rsi
2 stacca`rsi

αποσυνδέω  
ρήμα μεταβατικό

stacca`re; disconne`ttere; disgiu`ngere; scollega`re; scompo`rre; smonta`re αποσυνδέω το τηλέφωνο==disconnettere il telefono | αποσυνδέω βαγόνι από το τρένο==sganciare un vagone da un treno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσυνδεμένος αποσύνδεση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---