Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσυνδεδεμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αποσυνδέω]
2 disinnesta`to
3 disinseri`to

αποσυνδεμένος
επίθετο

1 variante di [αποσυνδεδεμένος]
2 participio passato del verbo [αποσυνδέω]
3 disgiu`nto
4 scompo`sto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσυναρμολογώ Αποσυνδεθείς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---