Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσυναρμολογημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αποσυναρμολογώ]
2 scompo`sto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσυνάγωγος αποσυναρμολόγηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---