Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποσυμφόρηση
ουσιαστικό θηλυκό decongestioname`nto ~m~ αποσυμφόρηση της κυκλοφορίας==decongestionamento del traffico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |