Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποστρέφομαι
ρήμα παθητικό

1 aborri`re
2 detesta`re
3 disdegna`re
4 disprezza`re
5 esecra`re

αποστρέφω  
ρήμα μεταβατικό

vo`lgere altro`ve; disto`gliere απέστρεψε το βλέμμα του από το δρικτό θέαμα==distolse lo sguardo da quello spettacolo orripilante

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποστρέβλωση αποστρογγυλεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---