απόστρατος
επίθετο
1 militare in conge`do assolu`to; a ripo`so απόστρατος αξιωματικός==ufficiale a riposo
2 ((per estensione)) a ripo`so; in pensio`ne απόστρατος καθηγητής==insegnante a riposo
απόστρατος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
militare re`duce ^mf^; ex-combattente ^mf^