Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόστρατος  
επίθετο

1 militare in conge`do assolu`to; a ripo`so απόστρατος αξιωματικός==ufficiale a riposo
2 ((per estensione)) a ripo`so; in pensio`ne απόστρατος καθηγητής==insegnante a riposo

απόστρατος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

militare re`duce ^mf^; ex-combattente ^mf^

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποστρατοπεδεύω αποστρέβλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---