Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λαρυγγόφωνος [επίθ.] λασπότοπος [ουσ αρσ ]
λάρυγξ [ουσ αρσ ] λασπούρα [θηλ.ουσ]
λάρυξ [ουσ αρσ ] λασπουριά [θηλ.ουσ]
λάσιος [επίθ.] λασπώδης {λασπώδ-ου...
λασκάρισμα [ουσ ουδ.] λάσπωμα [ουσ ουδ.]
λασκαρισμένος [επίθ.] λασπωμένος [επίθ.]
λασκάρω {λάσκαρα κ... λασπώνω (λάσπ-ωσα,...
λασκάρω {λάσκαρα κ... λασπώνω (λάσπ-ωσα,...
λασκέρνομαι [ρ. παθ.] λασπωτήρας [ουσ αρσ ]
λασκέρνω [ρ. μτβ. και αμετβ.] λαστέξ [ουσ ουδ.]
λάσκος [επίθ.] λαστιχένιος [επίθ.]
λάσο [ουσ ουδ.] λάστιχο [ουσ ουδ.]
λασπερός [επίθ.] λατέξ [ουσ ουδ.]
λάσπη {σπάν. λασ... λατερανικός [επίθ.]
Λασπόβιος [επίθ.] Λατερανό [nome pr. nt.]
λασποθεραπεία [θηλ.ουσ] λατέρνα {λατερνών}
λασπολογία {λασπολογι... λάτζα [θηλ.ουσ]
λασπολόγος [επίθ.] λατζόνι [ουσ ουδ.]
λασπολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] λατζονιά [θηλ.ουσ]
λασπολογώ [-είς, -εί... λατζόνιν [ουσ ουδ.]
Λασπόλουτρα [ουσ ουδ πληθ.] λατινίζω {λατίνισα}
λασπόλουτρο [ουσ ουδ.] λατινικά [ουσ ουδ πληθ.]
λασπομάχος [ουσ αρσ ] λατινικός [επίθ.]
λασπονέρι [ουσ ουδ.] λατινικούρα [θηλ.ουσ]
λασπόνερο [ουσ ουδ.] λατινισμός [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: