Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λασκάρω  
ρήμα αμετάβατο

allenta`rsi λάσκαρε μια βίδα == una vite si è allentata

λασκάρω
ρήμα μεταβατικό

1 allenta`re λασκάρω τη ζώνη μου == allentare la cintura
2 marineria allasca`re, lasca`re

λασκέρνομαι
ρήμα παθητικό

variante di [λασκάρομαι]

λασκέρνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [λασκάρω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λασκαρισμένος λάσκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---