Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλάρυγγας
ουσιαστικό αρσενικό anatomia lari`nge ~f~ λάρυγξ ουσιαστικό αρσενικό variante arcaica di [λά|ρυγ|γας] λάρυξ ουσιαστικό αρσενικό variante arcaica di [λά|ρυγ|γας] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |