Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΛαρισαία
ουσιαστικό αρσενικό femminile di [Λαρισαίος] Λαρισαίος ουσιαστικό αρσενικό abitante ~mf~ della città di La`rissa Λαρισινή επίθετο femminile di [Λαρισινός] Λαρισινός επίθετο lo stesso che [Λαρισαίος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |