Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαρυγγισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 linguistica suo`no ~m~ laringa`le
2 musica gorghe`ggio ~m~
3 medicina laringi`smo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαρυγγικός λαρυγγίτιδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---