Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›λασκαρισμένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

λασκαρισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [λασκάρω]
2 disfa`tto
3 fla`ccido
4 lasco
5 rilassa`to

permalink
‹ λασκάρισμα
λασκάρω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λαρυγγόφωνος [επίθ.]
λάρυγξ [ουσ αρσ ]
λάρυξ [ουσ αρσ ]
λάσιος [επίθ.]
λασκάρισμα [ουσ ουδ.]
λασκαρισμένος [επίθ.]
λασκάρω {λάσκαρα κ...
λασκάρω {λάσκαρα κ...
λασκέρνομαι [ρ. παθ.]
λασκέρνω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
λάσκος [επίθ.]
λάσο [ουσ ουδ.]
λασπερός [επίθ.]
λάσπη {σπάν. λασ...
Λασπόβιος [επίθ.]
λασποθεραπεία [θηλ.ουσ]
λασπολογία {λασπολογι...
λασπολόγος [επίθ.]
λασπολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
λασπολογώ [-είς, -εί...


{{ID:LASKARISMENOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti