Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλάσπη
ουσιαστικό θηλυκό 1 fango ~m~ το αυτoκίνητo κόλλησε στις λάσπες == la macchina è sprofondata nel fango, si è impantanata 2 ασβεστοκονίαμα malta ~f~ 3 polti`glia ~f~, pasto`ne ~m~ 4 depo`sito ~m~ melmo`so, fe`ccia ~f~ πρέπει να καθαρίσoυμε το βαρέλι απ' τη λάσπη == bisogna rimuovere il deposito dalla botte 5 ((figurato)) fango ~m~, infa`mia ~f~, disono`re ~m~ το 'κοψε λάσπη == ((popolare)) se l'è svignata && κυλίστηκε στη λάσπη == è caduto nel fango permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |