Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λάσκος  
επίθετο

allenta`to, lento, non teso, lasco το σκοινί είναι λάσκο == la fune è allentata && αφήνω λάσκο (κάπoιoν) == ((figurato)) allentare il freno, diminuire la disciplina && αφήνω λάσκα τα λoυριά == allentare le briglie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λασκέρνω λάσο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---