Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαρύγγι  
ουσιαστικό ουδέτερο

anatomia lari`nge ~f~, gola ~f~ βρέχω το λαρύγγι μoυ == bagnarsi il becco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λάρυγγας λαρυγγικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---