Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λασπωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [λασπώνω]
2 fango`so
3 infanga`to
4 limaccio`so
5 limo`so
6 melmo`so
7 moto`so
8 pantano`so
9 zacchero`so

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λάσπωμα λασπώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---