Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλάστιχο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 gomma ~f~, caucciù ~m~ 2 automobile gomma ~f~, pneuma`tico ~m~ μ'έπιασε λάστιχο == ho bucato, ho forato 3 λαστιχάκι ela`stico ~m~ πέρνα ένα λάστιχο γύρω απ' το δέμα == metti un elastico intorno al pacchetto 4 di indumenti fettu`ccia ~f~ ela`stica, ela`stico ~m~ 5 tubo ~m~ di gomma permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |