Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λασπώνω  
ρήμα αμετάβατο

1 infanga`rsi, riempi`rsi di fango λάσπωσαν οι ρόδες του πoδηλάτoυ == le ruote della bicicletta si sono infangate
2 ((figurato)) diventa`re un pasto`ne, incolla`rsi λάσπωσαν τα μακαρόνια == gli spaghetti si sono tutti incollati && λάσπωσε η δουλειά == l'affare è andato a monte

λασπώνω
ρήμα μεταβατικό

1 dare una mano di malta
2 sporca`re di fango, infanga`re λάσπωσα τo χαλί == ho infangato il tappeto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λασπωμένος λασπωτήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---