Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαστιχένιος  
επίθετο

1 di gomma λαστιχένια γάντια == guanti di gomma
2 ((figurato)) ela`stico, flessuo`so, agili`ssimo λαστιχένιο κορμί == corpo elastico, agilissimo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαστέξ λάστιχο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


λαστιχένιος [-α, -ο] = di gomma


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---