Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κριθαράκι {χωρ. γεν.... κρίνος [ουσ αρσ ]
κριθαρένιος [επίθ.] κρίνω {έκρινα, κ...
κριθάρι {κριθαρ-ιο... κρίνω {έκρινα, κ...
κριθάρινος [επίθ.] κρίνων [ουσ αρσ ]
κριθαρίσιος [επίθ.] κριός [ουσ αρσ ]
κριθαρόνερο [ουσ ουδ.] Κριός (-ού, ο)
κριθαρόψωμο [ουσ ουδ.] κρίση {-ης κ. -ε...
κρικέλλι {κρικελλ-ι... κρίσιμος [επίθ.]
κρίκετ [ουσ ουδ.] κρι§σι§μό§τα§τος [επίθ.]
κρικοπάλαγκο [ουσ ουδ.] κρι§σι§μό§τε§ρος [επίθ.]
κρίκος [ουσ αρσ ] κρισιμότητα [θηλ.ουσ]
κρίμα {κρίμ-ατος... κρι§σι§μώ§τα§τος [επίθ.]
κρίμα [επιφ.] κρι§σι§μώ§τε§ρος [επίθ.]
κριμαϊκός [επίθ.] κρίσις η πληθ. κρ...
κριματισμένος [επίθ.] κριτήριο {κριτηρί-ο...
κριμένος [επίθ.] κριτής [ουσ αρσ ]
κριμίζιν [ουσ ουδ.] κριτικάρισμα [ουσ ουδ.]
κρινάκι [ουσ ουδ.] κριτικαρισμένος [επίθ.]
κρίνο [ουσ ουδ.] κριτικάρω {κριτίκαρ-...
Κρινοειδή [ουσ ουδ πληθ.] κριτικές [θηλ. ουσ πληθ.]
κρινοειδής {κρινοειδ-... κριτική [θηλ.ουσ]
κρινόλευκος [επίθ.] κριτικός [επίθ.]
κρινολίνο [ουσ ουδ.] κριτικός [ουσ αρσ και θηλ.]
κρινολούλουδο [ουσ ουδ.] κριτσανάτος [επίθ.]
κρίνομαι πρτ. και α... κριτσανίζω {κριτσάνισ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: