Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκριτικές
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός cri`tiche ~f~ κριτική ουσιαστικό θηλυκό cri`tica ~f~ ασκώ κριτική == muovere delle critiche | εποικοδομητική κριτική == critica costruttiva | το κοινό και η κριτική == il pubblico e la critica | το βιβλίο έλαβε επαινετικές κριτικές == il libro ha riscosso critiche favorevoli | έκανε κριτική του κυβερνητικού έργού == ha criticato l'operato del governo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |