Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΚροάτης
ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ della Croa`zia ~f~, croa`to ~m~ Κροάτισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Κροάτης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |